- ατύχημα
- accident
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἀτύχημα — misfortune neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατύχημα — Όρος ο οποίος στο ιατρικό νομικό λεξιλόγιο σημαίνει κάθε ακούσιο και απροσδόκητο αποτέλεσμα στον ανθρώπινο οργανισμό. Η συγκριτική μελέτη των διαθέσιμων στοιχείων για τα ποσοστά θνησιμότητας εξαιτίας α. σε 42 χώρες επιτρέπει τη διαπίστωση ότι τα… … Dictionary of Greek
ατύχημα — το, ατος δυσάρεστο τυχαίο γεγονός, δυστύχημα, αναποδιά: Στη ζωή του είχε πολλά ατυχήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τἀτύχημ' — ἀτύχημα , ἀτύχημα misfortune neut nom/voc/acc sg ἀ̱τύχημαι , ἀτυχέω to be unfortunate perf ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀτύχημα — ἀτύχημα , ἀτύχημα misfortune neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτύχημ' — ἀτύχημα , ἀτύχημα misfortune neut nom/voc/acc sg ἀ̱τύχημαι , ἀτυχέω to be unfortunate perf ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχημάτων — ἀτύχημα misfortune neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχήμασι — ἀτύχημα misfortune neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχήμασιν — ἀτύχημα misfortune neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχήματα — ἀτύχημα misfortune neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχήματι — ἀτύχημα misfortune neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)